ναματοφόρος

ναματοφόρος
ναματοφόρος, -ον (Α)
(μτφ. για τον Χριστό) αυτός που φέρει το ζων ύδωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶμα, -ατος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δορατο-φόρος, κερατο-φόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”